Ἴχωρ: Ἀλλὰ πὲς μοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ ποιόν καὶ ποὺ τελικὰ γεννήθηκες;
Ἀδάμ: Δημιουργὸς Θεός μου εἶναι ὁ Θεὸς,ποὺ μοῦ παρουσιάστηκε ὡς Πρόσωπο υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ δημιούργησε κτίζοντας τὸν ὁρατὸ καὶ ἀόρατο Συμπαντικὸ Κόσμο μὲ ὅσες μορφὲς γνωρίζουμε εἴτε καὶ ἂν δὲν γνωρίζουμε.
Ἴχωρ: καλὰ αὐτὰ ποὺ λὲς λογικὰ στέκουν; Μήπως παραλογίζεσαι ἀπὸ τὴν δίψα τόσε μέρες ποὺ περπατᾶς στὴν ἔρημο;
Ἀδάμ: Δὲν ξέρω ἂν εἶναι λογικὰ ξέρω ὅμως ὅτι ἔτσι ἔχουν καὶ σᾶς τὰ ἀποκαλύπτω καὶ σεῖς εἶστε αὐτεξούσιοι καὶ ἐλεύθεροι καὶ ἂν θέλετε τὰ πιστεύεται καὶ τὰ υἱοθετεῖτε.
Ἴχωρ: Ὅσα παράξενα ἀναφέρεις Ἀδάμ,, ἔγιναν πρὶν ἢ μετὰ τὴν μεγάλη Καταστροφή.
Ἀδάμ: Δὲν Γνωρίζω γιατί δὲν ἔγιναν σὲ κάποιο παρελθόν.
Ἴχωρ: Δὲν νομίζεις ὅτι αὐτὸ εἶναι παρανοϊκὴ ἀχαλίνωτη φαντασία ....
Ἀδάμ: Τὸ Βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ Δημιουργὸς Θεὸς ἔπλασε τὸν κοσμικὸ Κῆπο τῆς Ἐδέμ, γιὰ Αἰθέρια Πρόσωπα τῆς Ἀρχικῆς Δημιουργίας του, ποὺ δὲν Τοῦ ἐναντιώθηκαν, δηλαδὴ ἐννέα τάξεις Αἰθέριων Προσώπων ποὺ ἐγκαταστάθηκαν στὸν Κῆπο τῆς Ἐδὲμ καὶ ἐνδύθηκαν μὲ αιθέριες ἐνδύσεις Ἀγγέλων.
Ἴχωρ: καὶ ἐσὺ Ἀδάμ, πὼς βρέθηκες στὸν Κῆπο τῆς Ἐδὲμ τῶν Ἀγγέλων.
Ἀδάμ: Βασιλιᾶ Ἴχωρ, ἀπὸ ὅσα ξέρω, εἶμαι πρωτόπλαστος τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ.
Ἴχωρ: Ἀδάμ, πολὺ περίεργα καὶ πρωτάκουστα εἶναι αὐτὰ τὰ παραμύθια ποὺ λὲς καὶ φαίνεται μάλιστα νὰ τὰ πιστεύεις. Ἂν εἶναι ἔτσι, τότε ποιός εἶναι ὁ Θεός σου;
Ζωὴ (Εὔα): Ὁ Θεὸς ἔλαβε σωματικὸ ὑλικὸ ἀπὸ γεννημένους ἀνθρώπους τοῦ Ὑφηλίου Κόσμου σας ἀπὸ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, καὶ ἔπλασε τὸν σύζυγο μου, τὸν ΑΔΑΜ, καὶ πῆρε τὸ ὄνομα του ἀπὸ τὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα ὡς ἀρκτικόλεξο λέξεων Ἄρκτος, Δύση, Ἀνατολή, Μεσημβρία.
Ἀδάμ: Ὁ Δημιουργὸς ἐμφύσησε κατ΄ Εἰκόνα Του, πνεῦμα αὐτεξούσιας ἐλευθερίας καὶ βούλησης ἐπιλογῶν μου, γιὰ νὰ Τὸν ἐπιλέγω ἐλεύθερα.
Ἴχωρ: Δηλαδὴ ὁ ΑΔΑΜ ὡς ἀρκτικόλεξο τῶν σημείων ὁρίζοντα τῶν προγόνων ταξιδιωτῶν Ἡρώων, πλάστηκες μετὰ ἀπὸ τοὺς προγόνους μας Δευκαλίωνα καὶ Ἰχὼρ Πύρρας...
Ζωὴ (Εὔα): Δὲν γνωρίζουμε ἂν ἔγινε ἢ πρόκειται νὰ γίνει .... Ὁ Δημιουργὸς Πλάστης τοῦ Ἀδάμ, πῆρε πλευρὰ ἢ μᾶλλον διαχώρισε τὸν Ἀδὰμ γιὰ νὰ πλάσει καὶ ἐμένα τὴν Ζωὴ (Εὔα) ἐπίσης μὲ αὐτεξούσιες ἐλεύθερες ἐπιλογὲς συνειδητοποίησης τῆς Ἀλήθειας Τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ.
Ἀδάμ: Εἶχα ἀποστολὴ στὴν Συντέλεια τοῦ Χρονο -Χωρο-Χρωματικοῦ Κόσμου νὰ παραλάβω στὸν Ἀεὶ Κῆπο Ἐδέμ, σὲ θέσεις "πεσμένων" διαφωνούντων Προσώπων Αἰθέρα-Ἐρέβους. τὰ μετὰ θάνατο Πρόσωπα ὅλων τῶν θνητῶν ἀνθρώπων ὡς ἀεὶ νέα ἀθανάτων ἀνθρώπων.
Ἴχωρ: Τί ἀκατανόητοι παραλογισμοὶ εἶναι ὅλα αὐτὰ τὰ τάχατε ἀποκαλυπτικὰ ποὺ συνεχίζεις νὰ ἀραδιάζεις Ἀδάμ. Ἀλλὰ τὸ ποιό παράξενο μὲ σένα, ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ὄντως αὐτὰ ποὺ λὲς ἔχουν κάποια δόση ἀλήθειας, ποὺ προσωπικὰ δὲν τὰ πιστεύω, πὼς ἑρμηνεύεται νὰ εἶσαι ἀγέννητος ἀλλὰ ὑπαρκτὸς θνητὸς ἄνθρωπος σὰν καὶ ἐμᾶς;
Ἀδάμ: Προσωπικά, ξέρω ὅτι ὅπως σᾶς εἶπα εἶμαι Δημιούργημα τοῦ Κήπου τῆς Ἐδὲμ ἀπὸ ὅπου αὐτοεξορίστηκα στὸν Ὑφήλιο Κόσμο λόγῳ αὐτεξούσιας ἐπιλογῆς τῆς ἀνυπακοῆς καὶ ἐπιπλέον ἐγωισμοῦ μου νὰ μὴν θέλω νὰ παραδεχτῶ τὸ λάθος μου.
Ἴχωρ: Δὲν ἦταν παράλογη ἡ ἐπιλογή σου.
Ἀδάμ: Ἀρχικὰ Ναί, ἀλλὰ μετὰ τὴν ἐπιλογή μας νὰ ἐναντιωθοῦμε στὸν Δημιουργὸ Θεό μου, ὡς ἀνάξιοι τῆς ἐμπιστοσύνης Του καὶ ἀχάριστοι ἀφοῦ καταχραστήκαμε τὴν ἐμπιστοσύνη Του, νοιώσαμε ἐντροπή, ἔναντι Τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ μας.
Ἴχωρ: Δὲν εἶναι παραλογισμὸς νὰ ταξιδέψεις ἀπὸ τὸ ἄγνωστο σὲ μιὰ παρελθοντικὴ στιγμὴ σὲ ἕνα τόπο ποὺ συμβαίνει νὰ συμπίπτει μὲ τὸ παρόν ...
Ἀδάμ: Θὰ σᾶς ἀπαντήσω μὲ τὸ ἴδιο ἐρώτημα. Γιατί δὲν εἶναι παραλογισμὸς ὅτι ὁ Ἡρακλῆς ἔζησε δεκάδες χιλιετίες μὲ μετάσταση τοῦ στὸν Ἅδη πρὶν κἂν γεννηθεῖ;
Ἴχωρ: Ὁ Ἡρακλῆς ὅπως καὶ ὁ Διόνυσος, φανερώθηκαν στὰ χρόνια τῆς Γιγαντομαχίας, ἀρχῆς τοῦ Ἡρωικοῦ Γένους Ἀνθρώπων καὶ σὲ αὐτὸν τὸν Ἡρακλῆ ἀναφέρομαι, ποὺ ἡ μετάσταση τοῦ στὸν Ἅδη ἔχουμε ἀκούσει ὅτι συνέβη πρὶν γεννηθεῖ τὸν μεγαλιθικὸ αἰῶνα.
Ἀδάμ: Μετὰ Βασιλιᾶ μου, λὲς ἐμένα παράλογο ὅταν ἐσὺ ὑπολογίζεις τὰ χρόνια τοῦ Ἡρακλῆ, γυρίζοντας τὸν χρόνο πίσω, καὶ μετρᾶ σὲ ἐποχὲς πρὶν γεννηθεῖ.
Ἴχωρ: Σήμερα ἐμεῖς ἔχουμε ἀποθεώσει τὸν Ἡρακλῆ ὡς «ἡμίθεο» τῆς ρώμης, Γίγαντα μὲ σῶμα εὔρωστο, ντυμένο μὲ λεοντῆ ποὺ κρατᾶ ρόπαλο ... καὶ τὸν θαυμάζουμε τόσο πολὺ ποὺ "ὀνοματίζουμε" τὰ παιδιά μας μὲ τὸ ὄνομά του, προσδοκῶντας νὰ ζήσουν πολὺ καὶ νὰ κληρονομήσουν καὶ αὐτὰ τὰ χαρίσματα Μακροζωίας καὶ Ρώμης του.
Ἀδάμ: Ὁ Δημιουργός μου δὲν χρειαζόταν νὰ μὲ προικίσει μὲ χάρισμα τῆς ρώμης γιὰ σωματικὴ πάλη, ἁπλούστατα γιατί ὁ προορισμός μου εἶναι ἡ πνευματικὴ πάλη.
Ἴχωρ: Ἀδὰμ δὲν τρώγεσαι. Ἐξάλλου πολὺ ποιό παράξενο εἶναι αὐτὸ ποὺ ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἔπρεπε νὰ φανεῖς ἄξιος τῆς ἐμπιστοσύνης τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ.
Ἀδάμ: Ὅπως σοῦ εἶπα πλάστηκα καὶ ἀπὸ ἐμὲ προέκυψε καὶ ἡ σύζυγός μου Εὔα, στὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ, ὅπου ὁ χρόνος περνοῦσε χωρὶς νὰ περνᾶ γιὰ νὰ "γερνᾶμε" .
Ἴχωρ: Πὼς εἶναι δυνατὸν ὁ Χρόνος νὰ περνᾶ καὶ ὅμως νὰ μὴν περνᾶ γιὰ νὰ μὴν γερνᾶτε, ἀφοῦ λογικὰ εἶναι βέβαιο ὅτι περνᾶ γερνῶντας τὰ θνητά μας ὑλικὰ σώματα.
Ἀδάμ: Ὅσο μπορεῖ ὁ Ἡρακλῆς νὰ φανερώνεται στὸ ἀπώτερο παρελθόν... γιατί νὰ μὴν ζοῦμε στὴν Ἐδὲμ γαλήνια καὶ εὐχάριστα χωρὶς νὰ ἀνησυχοῦμε γιὰ τὸ πὼς θὰ ἐπιβιώσουμε χωρὶς νὰ γερνᾶμε, νὰ ἀρρωσταίναμε καὶ νὰ πεθαίναμε.
Ἴχωρ: Ἐντάξει ὅλα ὅσα λές. Ἀφοῦ ὅμως ἦταν ὅλα τόσο ρόδινα καὶ παραδεισένια, γιατί δὲν παραμείνατε ἐκεῖ;
Ἀδάμ: Δὲν θέλαμε νὰ ἀποδεχτοῦμε νὰ ἀποφεύγουμε ἐπιλογὲς ποὺ θὰ μᾶς καταντοῦσαν ἀνάξιους τῆς ἐμπιστοσύνης τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ μας. Ὁ Δημιουργός μας προίκισε μὲ ἐλεύθερη βούλησή αὐτεξούσιων ἐπιλογῶν καὶ μιὰ προειδοποίηση νὰ ἐπιλέγουμε ἀποφεύγοντας τοὺς καρποὺς τοῦ "δέντρου τῆς Γνώσης". Ἐγὼ καὶ ἡ σύζυγός μου ἡ Ζωή, μᾶς ἄρεσε νὰ "ξεγελαστοῦμε" καὶ μὲ πνεῦμα ἀνυπακοῆς καὶ ὑπερηφάνειας πιστέψαμε τὸν "Σοφὸ Ὄφιν" τοῦ κήπου τῆς Ἐδέμ.
Ζωὴ (Εὔα): Ὁ "σοφὸς Ὄφις" ἐπιθυμῶντας νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ Ἀδὰμ ὡς Πρόσωπο ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνει ἀνώτερος τοῦ Πλάστη καὶ Δημιουργοῦ Θεοῦ Του, μᾶς δελέασε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει νὰ δεχτοῦμε τὶς γνώσεις γιὰ νὰ μὴν γίνουμε ἀνώτεροι Του.
Ἀδάμ: Δυστυχῶς υἱοθέτησα τὴν ἰδέα καὶ αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ παρακούσω καὶ νὰ παρασυρθῶ καὶ Ἐγώ..... Ὁ "Σοφὸς Ὄφις" μας δελέασε ὅτι μποροῦμε νὰ ἐπιλέξουμε νὰ ἀποκτήσουμε κρυφά, τὴν γνώση Τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ μας καὶ νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς ἄμεσα Θεοὶ ὅπως Αὐτὸς καὶ γιατί ὄχι καὶ ἀνώτεροι Του.
Ἴχωρ: καὶ πάλιν, ξεγλιστρᾶτε καὶ δὲν μοῦ ἐξηγεῖται πὼς ἀκριβῶς μπήκατε σὲ αὐτὴ τὴν παράξενη περιπέτεια ποὺ σίγουρα ἐγὼ τὴν θεωρῶ ἀποκύημα τῆς φαντασίας σας.
Ἀδάμ: Ποιό ἁπλᾶ δὲν μπορῶ νὰ τὰ πῶ βασιλιᾶ μου, γιατί ἔτσι ἁπλᾶ εἶναι. Ἡ πρόταση τοῦ "σοφοῦ ὄφι" ἦταν πολὺ δελεαστικὴ λέγοντάς μας ὅτι θὰ γίνουμε θεοί, ἀνώτεροί καὶ Τοῦ Δημιουργοῦ μας Θεοῦ....
Ζωὴ (Εὔα): Έτσι παρὰ τὶς συμβουλὲς Τοῦ Δημιουργοῦ μας, Τὸν παρακούσουμε καὶ "γευτήκαμε" τὶς γνώσεις....
Ἴχωρ: Ἐντάξει ἕνα λάθος κάνατε, γιατί δὲν τοῦ λέγατε τὸ λάθος σας;
Ἀδάμ: Ὅταν ἀργότερα μᾶς ἀναζήτησε ὁ Δημιουργὸς Θεός μας, ἐμεῖς ἔχοντας γευτεῖ τὴν σοφία τῆς γνώσης καὶ τοῦ λάθους μας, νοιώσαμε πάρα πολὺ μεγάλη ντροπή.
Ἴχωρ: Γιατί ντροπή, λογικὸ δὲν ἦταν νὰ ἐπιδιώκεται τὴν Γνώση;
Ἀδάμ: Τόσο καιρὸ εἴχαμε καταλάβει τὴν σημασία τῆς Ὑπακοῆς. Ἡ ντροπή μας ἦταν μεγάλη, ποὺ δὲν εἴχαμε τὸ θάρρος νὰ μετανοήσουμε καὶ ὁμολογήσουμε τὸ λάθος μας. Ἔτσι ὅταν μᾶς ἀναζήτησε, τρέξαμε νὰ κρυφτοῦμε, γιὰ νὰ μὴν δεῖ τὰ χάλια μας.

