
Σετία Λάτιο.

Σητεία- SETIA (Sezze), Ἀδελφὲς Πόλεις.
Οἰκόσημο Σητεία - Setia (Sezze).
Στὴν Σητεία, λίγοι πλέον ἀναφέρονται σὲ μῦθο τῆς προϊστορικῆς μεγαλιθικὴς προκατακλυσμαίας ἐποχῆς, τῆς ἐκστρατείας κάθαρσης Ἀτλάντων δυτικῶν κυανῶν ἀκτῶν καὶ Νήσων Τηθύος Ὠγυγίας ἀπὸ τὸν Ἥρωα Ἡρακλῆ.
Συγκεκριμένα ὁ Ἡρακλῆς μὲ Γενναίους Ἰδαίους (Κουρῆτες) τοῦ ὅρους Δίκτη Γιούχτα (Σητείας) ἐξεστράτευσε μὲ ἀφετηρία τὶς Διονυσάδες Νήσους, ἐναντίον των Λαιστρυγόνων τῆς Ὠγυγίας (Ὁμήρου Ὀδύσσεια). Οἱ Λαιστρυγόνες εἶχαν ἐπεκταθεῖ στὶς ἀκτὲς καὶ νήσους δυτικῆς καὶ ἀνατολικῆς Τηθύος καὶ ἐμπόδιζαν τὴν ναυσιπλοΐαν στοὺς θαλασσινοὺς Ἰδαίους (Κουρῆτες) στὴν θάλασσα Τηθύος (Μεσόγειο).
Ὁ Ἡρακλῆς μὲ τοὺς Γεναίους Ἰδαίους νίκησε τοὺς Λαιστρυγόνες. Μετὰ τὴν Νίκη Ἰδαῖοι ἀπὸ τὸ ὅρος Δίκτη -Γιούχτα Σητείας, ἐγκαταστάθηκαν ὡς φύλακες στὸ κάτω Λάτιο, κοντὰ στὴν Ρώμη, ποὺ ἦταν αἰτία ἀργότερα τῆς ὀνομασίας τοῦ οἰκισμοῦ ἐγκατάστασης των σὲ Σητεία (Setia - Sezze σήμερα).
Ἡ μνήμη διατηρεῖται στὸ οἰκόσημο (W) τῆς πόλεως Setia- Sezze ποὺ ἀπεικονίζει
α) τὸ λιοντάρι (λευκὸ) τῆς Νεμέας, τοῦ ὁποίου τὸ δέρμα φοροῦσε ὁ Ἡρακλῆς,
β) τὸ κέρας τῆς ἀφθονίας, τῆς τροφοῦ τοῦ Δία Νύμφης Ἀμάλθειας, γεμᾶτο φροῦτα.
γ) ἐπιγραφὴ γύρω ἀπὸ τὸ οἰκόσημο, σὲ ἐξάμετρο στὰ λατινικά:
"SETIA PLENA BONIS GERIT ALBI SIGNA LEONIS"
"Sezze piena di beni porta l'insegna del bianco leone" ἤ
"Τὸ Sezze πλῆρες ἀγαθῶν φέρει ἔμβλημα (λευκοῦ) λιονταριοῦ"
Στὰ ἱστορικὰ χρόνια (4ος πΧ. αἰὼν) τὸ ὄνομα τῆς ἐγκατάστασης ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει αὐτούσιο SETIA- Setia (Σητεία) καὶ λένε ὅτι ἐτυμολογικὰ σχετίζεται μὲ τὴν λέξη seta ἢ saeta ποὺ σημαίνει τρίχες ὡς "μετάξι" δέρματος (λευκοῦ) λιονταριοῦ (τοῦ Ἡρακλῆ).
Ἐπιπρόσθετα στὸ Sezze μυθολογοῦν ὅτι στὴ "Σητεία" ("Setia"-Sezze) ὁ ἱδρυτὴς τοῦ οἰκισμοῦ Ἡρακλῆς συνευρέθη μὲ πεντάμορφη ἰθαγενῆ, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε υἱό, τὸν Φάουστο (Faustus) ποιητή, ἀπόκρυφης ποίησης ἐπικοῦ κύκλου.
Ἀπὸ τὸν 3ο αἰῶνα μ Χ. καὶ μετὰ ἡ Setia (=Sezze) ἀκολουθεῖ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ρώμης,..
Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα οἱ Λέοντες ἦταν ὑπαρκτοὶ καὶ ἀπεικονίζονταν σὲ ἀγγεῖα, ψηφιδωτά, ἀετώματα, ἀσπίδες πολεμιστῶν, γλυπτὰ ὅπως λέοντες στὴν Χαιρώνεια, Ἀμφίπολη, Μυκῆνες (Πύλη Λεόντων), Δῆλο (Ὁδὸς Λεόντων), κτλ. καὶ ὀνόματα ὅπως Λεωνίδας, κλπ.
Στὴν μυθολογία, ὁ Ἡρακλῆς σκότωσε λιοντάρια στὸν Κιθαιρώνα καὶ στὴν Νεμέα μὲ τὸ δέρμα του ὡς λεοντῆ, πανοπλία, ἔφερε πάντα μαζί του.
Ὁ Ἡρόδοτος ἀναφέρει ἐπιθέσεις λιονταριῶν στὶς καμῆλες τῶν Περσῶν, ποὺ ἐπιτέθηκαν σὲ περιοχὲς μεταξὺ ποταμῶν Νέστου καὶ Ἀχελώου. Ὁ Ξενοφῶν, ἀναφέρει λημέρια λεόντων στὸν Χορτιάτη καὶ στὸ Παγγαῖο. Τέλος, ὁ Πολύβιος σημειώνει ὅτι τὸν 1ο αἰῶνα π.Χ. τὸ ἀνεξέλεγκτο κυνήγι καὶ ὴ ζήτηση γιὰ τὶς ρωμαϊκὲς ἀρένες, ἐξαφάνισαν τοὺς λέοντες τῆς Ἑλλάδας. – ΣΧΟΛΙΟ Γ. Λεκάκη: Άλλο ένα μεγάλο – οικολογικό αυτήν την φορά – έγκλημα των Ρωμαίων!
Ὁ Ἑλληνικὸς Λέων ἔμοιαζε μὲ τὸν Ἀσιατικὸ Λέοντα (Panthera Leo Persica).
Πέραν τῶν παραπάνω ἀναζήτησα πληροφορίες γιὰ τὸν λευκὸ λέοντα, τοῦ σήματος τῆς Σέτια στὸ Λάτιο:
Οἱ Λευκοὶ Λέοντες ἐξαφανίστηκαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ Λέοντες, ἂν καὶ πολλοί πίστευαν ὅτι Λευκοὶ Λέοντες δὲν ὑπῆρχαν ποτέ. Ἐν τούτοις ἐδῶ καὶ δυὸ αἰῶνες ἰθαγενεῖς τῆς Νότιας Ἀφρικῆς ἰσχυρίζονταν ὅτι ἔβλεπαν λευκοὺς λέοντες ἂν καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι τις θεώρησαν φαντασιώσεις τῶν ἰθαγενῶν ἢ λέοντες μὲ ἀλφισμὸ (albino). Τὸ 1975 σὲ καταφύγιο (The Timbavati Private Nature Reserve, Lowveld region of South Africa), ἐντοπίστηκε νεαρὸ ζευγάρι λευκῶν λεόντων (Panthera leo krugeri) των οποίων τὸ λευκὸ χρῶμα, σὰν μετάξι, των τριχῶν τους, ὀφειλόταν σὲ ἐπικράτηση ὑπολειπόμενων γονιδίων. Ἀπὸ διασταυρώσεις αὐτοῦ τοῦ ζευγαριοῦ λευκῶν λεόντων γεννήθηκαν "σκύμνοι" (= μωρὰ λεόντων) ἀπὸ τοὺς ὁποίους κατάγονται οἱ σημερινοὶ ἐξημερωμένοι λευκοὶ λέοντες ποὺ περιστασιακὰ βλέπουμε σὲ ἐθνικὰ πάρκα. Οἱ λευκοὶ λέοντες στὴν "ἄγρια" φύση σήμερα εἶναι σπανιότατο εἶδος σὲ ἐξαφάνιση ποὺ ἐπιβιώνουν κυνηγῶντας ἀντιλόπες, γαζέλες, γκνοῦ, ζέβρες, φακόχοιρους κά.
