Καλώς Ήλθατε.

Τέμπη, Διόνυσος & Ηρακλής.

Προσώπων Αθανάτων, Ηρώων Θνητών.



49187- 09- 21 π. Χ. πρωί φθινοπωρινής Ισημερίας (Τέμπη),

Οἱ Ἥρωες Διόνυσος καὶ Ἡρακλῆς Αὐγὴ της φθινοπωρινής Ισημερίας, ξυπνοῦν στὰ Τέμπη στὴν σκιὰ πλατανιῶν μέ χαλαρωτικοὺς ἤχους ρεόντων υδάτων, θροΐσματος φύλλων, τιτιβισμάτων πουλιῶν. 
Νοιώθουν εὐχάριστα μετὰ τὸν τερματισμὸ τῆς Γιγαντομαχίας καὶ ἔχουν ἄφθονο χρόνο πλέον καί γιὰ τὸν ἑαυτό τους. 
Οἱ ἥρωες μονολογοῦν καὶ συνεχίζουν νὰ συζητοῦν γιὰ τὸν παράξενο ἀκατανόητο κόσμο. Τὴν συζήτησή τους χωρὶς νὰ τὸ ἀντιλαμβάνονται τὴν παρακολουθοῦν οἱ Ὀλύμπιοι θεοὶ ἀπὸ τὸν θρόνο τους, στὸν Ὄλυμπο.
..

Διόνυσος: Μὰ τὴν ἀλήθεια, γιατί ἀντιλαμβάνομαι ἕναν τόσο παράξενο κόσμο. Δὲν κατανοῶ πὼς καὶ γιατί ἦλθα σὲ τοῦτον τὸν ἀκατανόητο Κόσμο... 

Ἡρακλῆς: .. Διόνυσε, χορτασμένος πλέον ἀπὸ ὕπνο σὲ ἄκουσα νὰ ἀναρωτιέσαι φωναχτὰ πὼς καὶ γιατί ἦλθες σὲ τοῦτον τὸν ἀκατανόητο Κόσμο.

Διόνυσος: Πράγματι Ἡρακλῆ, πρὶν ἀπὸ τρία φεγγάρια, ξυπνήσαμε ἀπὸ λήθαργο καὶ οἱ θεοί, ἡ Ἴρις καὶ ὁ Ἑρμῆς, μᾶς ἔφεραν ἐδῶ στὸν Ὄλυμπο γιὰ νὰ πολεμήσουμε μαζὶ μὲ τοὺς Ὀλύμπιους θεοὺς ἐναντίον Γιγάντων. Σήμερα πρώτη μέρα ξυπνᾶμε πρωὶ σὲ αὐτὸν τὸν πανέμορφο τόπο, τὰ Τέμπη, στοὺς πρόποδες τοῦ ὅρους τῶν θεῶν Ὀλύμπου, ἔχοντας πλέον περίσσεια χρόνου γιὰ νὰ σκεφτοῦμε χωρὶς φόβο ἐπίθεσης Γιγάντων.

Ἡρακλῆς: εἶναι ἀλήθεια Διόνυσε, καὶ ἐγὼ ξύπνησα πρώτη φορὰ μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου, χωρὶς τὸν πάταγο μαχῶν ἀπὸ ξαφνικὲς ἀνελέητες ἐπιθέσεις Γιγάντων, καὶ μπορῶ νὰ ἀπολαμβάνω μὲ ὅλες τὶς αἰσθήσεις μου, στὴν σκιὰ αὐτῶν τῶν πλατανιῶν, ΄ τοῦτον τὸν ἀκατανόητο καὶ παράξενο ἂν καὶ τὸν θωρῶ πανέμορφο κόσμο.

Διόνυσος:Ας ἀπολαύσουμε τὴν μουσικὴ ποὺ μᾶς χαρίζουν τὸ θρόϊσμα τῶν φύλλων, τὸ κελάρυσμα τῶν νερῶν, τὸ κελάηδισμα τῶν πουλιῶν καὶ τὰ λογῆς - λογῆς χρώματα καὶ ἀρώματα καὶ ἂς γευτοῦμε τὰ ἄφθονα γευστικὰ φροῦτα αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Ἡρακλῆς:Ναι, δίκιο ἔχεις, ἂς ἀπολαύσουμε, ὅσο μποροῦμε, τοῦτον τὸν κόσμο ... Δὲν σοῦ κάνει ἐντύπωση πὼς καὶ γιατί τὸν ἀντιλαμβανόμαστε ὡς κόσμο;..

Διόνυσος: Δίκιο ἔχεις Ἡρακλῆ, δὲν προβληματίζομαι ὅμως μόνο γιὰ αὐτὰ ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ δὲν γνωρίζω πὼς βρεθήκαμε ἐδῶ γιὰ νὰ πολεμήσουμε Γίγαντες.

Ἡρακλῆς: Πράγματι, τὸ μόνο ποὺ θυμᾶμαι εἶναι σκοτεινὴ σπηλιὰ ὅπου ξυπνήσαμε ἀπὸ λήθαργο, ἐμεῖς οἱ δυὸ μαζὶ μὲ ἄλλους τρεῖς νοματαίους.

Διόνυσος: Ναὶ Θυμᾶμαι ὅτι ξυπνήσαμε ἀπὸ πάρα πολὺ βαθὺ λήθαργο, χωρὶς νὰ θυμόμαστε τίποτα.

Ἡρακλῆς: Ναὶ καὶ ἀμέσως μετὰ βγήκαμε ἔξω ἀπὸ τὸ σπηλαιῶδες ἄντρο γιὰ νὰ βρεθοῦμε σὲ μιὰ φωτεινὴ καὶ ὄμορφη πλαγιὰ δίπλα στὴν θάλασσα.

Διόνυσος:Έκανε πολὺ ζέστη καὶ προχωρήσαμε στὴν πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ, μέχρι ποὺ βρήκαμε τρεχούμενο δροσερὸ νερὸ ποὺ ἀνάβλυζε ἀπὸ τὴν βάση βράχου.

Ἡρακλῆς: Ἤπιαμε, ξεδιψάσαμε καὶ δροσιστήκαμε..

Διόνυσος:Πλησίασαν μερικὲς ἄγριες αἶγες γιὰ νὰ πιοῦν νερό. Πεινούσαμε ὅλοι μας, σὰν λύκοι. Σὺ Ἡρακλῆ πρὶν καλὰ καλά, σὲ καταλάβουμε, τσάκωσες δυὸ αἶγες, ἄναψες φωτιά, τὶς ἔψησες καὶ τὶς φάγαμε ὅλοι μαζὶ μέχρι ποὺ χορτάσαμε.

Ἡρακλῆς: Ναὶ ἔτσι ἀκριβῶς. Δὲν εἶναι ὅμως παράξενο ὅτι ξυπνήσαμε ὅλοι ἀπὸ λήθαργο σὲ αὐτὴ τὴ σπηλιὰ χωρὶς νὰ θυμόμαστε τίποτα, ἐνῷ γνωρίζαμε νὰ ἀναγνωρίζουμε τὸ περιβάλλον, νὰ συζητᾶμε καὶ νὰ καταλαβαινόμαστε.

Διόνυσος: Ἐσὺ Ἡρακλῆ ἤξερες νὰ ἀνάβεις καὶ φωτιὰ καὶ νὰ ψήνεις αἶγες.

Ἡρακλῆς:Σε βεβαιῶ πὼς δὲν θυμᾶμαι, πὼς καὶ πότε ἔμαθα νὰ ἀνάβω φωτιά.

Διόνυσος: Ἐν συνεχείᾳ ἀναζητήσαμε τρόπους ἐπιβίωσης μας.

Ἡρακλῆς: Τότε εἴδαμε στὸν οὐρανὸ δυὸ ἰπτάμενους ποὺ ἦλθαν πρὸς ἐμᾶς καὶ σὰν πάτησαν στὴν γῆ, μᾶς συστήθηκαν ὡς ὁ θεὸς Ἑρμῆς καὶ ἡ θεὰ Ἴρις.

Διόνυσος: Ἐγὼ ἐντυπωσιάστηκα ἀπὸ τὴν πανέμορφη καλλίγραμμη θέαινα Ἴριδα ποὺ φοροῦσε ἕνα αἰθέριο μακρὺ ἔνδυμα μὲ ρίγες πολλῶν χρωμάτων....

Ἡρακλῆς: Ὁ θεὸς Ἑρμῆς μας ἀνέφερε ὅτι μᾶς ζητοῦν οἱ θεοὶ τοῦ Ὀλύμπου.

Διόνυσος: Ἔκπληκτοι προσέξαμε τὴν ἔνδυση τῆς Ἴριδος ποὺ ἐπεκτεινόταν ...

Ἡρακλῆς: Τὴν Ἔνδυση τῆς Ἴριδος ποὺ ἐπεκτεινόταν πρὸς τὸν οὐρανὸ ὡς τοξοειδὴς ταινία μὲ ἔγχρωμες ρίγες ποὺ ἀναγνωρίσαμε ὡς Οὐράνιο Τόξο. Τὸ οὐράνιο τόξο ἔγινε δρόμος "ἐν ριπῇ Ὀφθαλμοῦ" μεταφορᾶς μας, ἀπὸ τὸν τόπο φανέρωσης μᾶς στὰ Ἀστερούσια ὄρη, ὅπως τὰ ὀνόμασε ἡ θέαινα Ἴρις, στὴν ἄλλη ἄκρη του, τὸ ὅρος Ὄλυμπο τῶν θεῶν, ὅπως μᾶς τὸ ὀνόμασε ἡ Θέαινα.

Διόνυσος: Ἔτσι βρεθήκαμε στὴν Κορυφὴ τοῦ Ὀλύμπου, ἐνῷ τὸ Οὐράνιο Τόξο ἔσβηνε..

Γιγαντομαχία τρίμηνος, θεῶν καὶ Ἡρώων {49.187.06.21πΧ.-49.187.09.21πΧ.}.

Ἡρακλῆς: Στὴν κορυφὴ τοῦ Ὀλύμπου, εἴδαμε ἀνάστατους θεούς. Ὁ Ἑρμῆς μας ἐνημέρωσε πὼς πρέπει νὰ ἀντιμετωπίσουμε μαζὶ μὲ τοὺς Ὀλύμπιους θεούς, Γίγαντες.

Διόνυσος: Ἔτσι χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε βρεθήκαμε στὴν πρώτη γραμμὴ Μετώπου μαχῶν θεῶν ἐναντίων ἐπαναστατῶν Γιγάντων, σὲ Γιγαντομαχία.

Ἡρακλῆς: Πολλᾶ συνέβησαν στὴν Γιγαντομαχία ποὺ χαράχτηκαν στὴν μνήμη μου.

Διόνυσος: Τοῦτον τὸν ὄμορφο κόσμο, ἀντιλαμβανόμαστε καὶ κατανοοῦμε μὲ τὸ μυαλό μας μὲ ὅσα αἰσθανόμαστε μὲ τὶς αἰσθήσεις μας. Ἀπὸ μιὰ θεά, μάθαμε γιὰ προγενέστερη ἐπανάσταση κανιβάλων, τῶν Τιτάνων, ἐναντίων τῶν θεῶν τοῦ Ὀλύμπου, ποὺ προκάλεσαν τὴν Τιτανομαχία ποὺ ἔληξε μὲ τὴν ἧττα τῶν Τιτάνων.

Ἡρακλῆς: Τοὺς ἡττημένους Τιτᾶνες, ὁ Ζεὺς τοὺς ἔριξε στὰ Τάρταρα.

Διόνυσος: Ἡ ρίψη τῶν Τιτάνων στὰ Τάρταρα, ὅπως λέγανε οἱ θεοί, δυσαρέστησε τὴν μητέρα τους Γαῖα, ποὺ προέτρεψε τὰ νεώτερα παιδιά της, τοὺς ἑβδομῆντα δύο Γίγαντες, νὰ ἐπαναστατήσουν γιὰ νὰ ἐλευθερώσουν τοὺς ἀδελφοὺς Τιτᾶνες.

Ἡρακλῆς: Δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν οἱ ὀλύμπιοι θεοί, στὴν μετὰ Τὴν Τιτανομαχία εἰρηνικὴ ἐποχή, ὅταν οἱ Φιλικὰ φερόμενοι Γίγαντες ἐκεῖ ποὺ συζητοῦσαν καὶ γλεντοῦσαν μαζί τους, ἐν αἰθρίᾳ, ξαφνικὰ θὰ ἐπαναστατοῦσαν ἐναντίον τους.

Διόνυσος: Μοῦ ἄρεσε πολὺ νὰ συμμετέχω σὲ ὁμιλίες μὲ θέαινες ποὺ μίλαγαν πολύ. Μιὰ θέαινα μοῦ εἶπε, εὐτυχῶς ποὺ ὁ Ζεὺς πρόλαβε νὰ ἐξαφανίσει τὸ μαγικὸ βοτάνι, πρὶν τὸ βρεῖ ἡ Γαῖα καὶ τὸ δώσει στὰ παιδιά της, τοὺς Γίγαντες καὶ γίνουν ἀήττητοι. Εἶδα ὅμως Ἡρακλῆ, ὅτι καὶ σὲ σένα ἀρέσουν οἱ θέαινες. Σὲ εἶδα νὰ συζητᾶς μὲ μιὰ πανέμορφη θέαινα, τὴν Ἀθηνᾶ.

Ἡρακλῆς: Καλᾶ δὲν σὲ φτάνουν οἱ θεὲς ποὺ πλευρίζεις ἀκοῦς καὶ τὶς θέαινες ποὺ μιλοῦν μὲ μένα καὶ μόνο τὴν ὀμορφιὰ παρατηρεῖς. Δὲν εἶδες ποὺ ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ μου δώρισε τὸ ὑπέροχο τόξο μου μαζὶ μὲ τὴν φαρέτρα καὶ πάρα πολλὰ τέλεια βέλη.

Διόνυσος: Κάποιος προσέχει ὅτι τοῦ ἀρέσει.

Ἡρακλῆς: Πρέπει νὰ πρόσεξες ὅτι ἐνῷ ἦταν ὅλα ἥσυχα καὶ εἰρηνικά, ξαφνικά, ἀπὸ τὸ πουθενὰ πετάχτηκε ἕνας γενναῖος Γίγαντας, μπροστάρης πολλῶν Γιγάντων.

Διόνυσος: Δὲν τὸ πρόσεξα, γιατί ἤμουν ἀπασχολημένος σὲ ἐνημερωτικὲς συζητήσεις μὲ τὶς πανέμορφες θεὲς τοῦ Ὀλύμπου.

Ἡρακλῆς: Γιαυτὸ δὲν ἦλθες νὰ μὲ βοηθήσεις καὶ μόνος μου, ἀντιμετώπισα τοὺς Γίγαντες ποὺ ἤθελαν νὰ μὲ σκοτώσουν.

Διόνυσος: Ἄργησα νὰ τὸ προσέξω γιατί δὲν τὸ περίμενα.

Ἡρακλῆς: Δὲν εἶδες ποὺ ἀσυναίσθητα χρησιμοποίησα τὸ τόξο καὶ τὰ βέλη ποὺ λίγο πρὶν μοῦ εἶχε προσφέρει ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ, τὰ ὁποῖα χειριζόμουν ἐπιδέξια.

Διόνυσος: Πρόσεξα, ὅταν πέτυχες διάνα μὲ τὴν πρώτη ἕναν γενναῖο Γίγαντα.

Ἡρακλῆς: ρίχνοντάς τον Γίγαντα καταγῆς, ὅπως θὰ εἶδες;

Διόνυσος: Δὲν σὲ εἶδα ἀλλὰ ἄκουσα τὸν τρομερὸ ἐκκωφαντικὸ γδοῦπο καὶ τὸ ἔδαφος ποὺ σείστηκε τόσο ὥστε διέκοψα τὴν συζήτηση μὲ τὶς ὄμορφες θεὲς γιὰ νὰ δῶ τί συνέβη. Τότε εἶδα τὸν λαβωμένο Γίγαντα, πεσμένο καταγῆς.

Ἡρακλῆς: Ἦταν ὁ Γίγαντας Ἀλκυονέας, ὅπως μοῦ εἶπε ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ.

Διόνυσος: Ὅ Ἀλκυονέας πεσμένος στὸ ἔδαφος ἐνῷ ἐξακολουθοῦσες ἀσταμάτητα νὰ τοξεύεις συνοδοὺς Γίγαντες, ἤδη λαβωμένους ἀπὸ τὴν θεὰ Ἀθηνᾶ.

Ἡρακλῆς: Εἶχα τοξεύσει καὶ τὸν τελευταῖο συνοδὸ Γίγαντα καὶ ὅλοι οἱ Γίγαντες εἶχαν πέσει κατὰ γῆς, ὅταν ὁ σοβαρὰ λαβωμένος, Ἀλκυονέας "ξανασηκώθηκε".

Διόνυσος: Θαύμαζα τὴν εὐστοχία σου ποὺ μὲ ἰσάριθμα Βέλη ἔριχνες κάτω ἰσάριθμους Γίγαντες, ὅταν εἶδα καὶ ἐγώ τον Ἀλκυονέα νὰ ξανασηκώνεται.

Ἡρακλῆς: Ναὶ ἀναγκάστηκα νὰ τὸν στοχεύσω ξανὰ γιὰ νὰ τὸν ξαναρίξω στὸ ἔδαφος. Τότε, ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ, μοῦ ἀνέφερε ὅτι ὁ Ἀλκυονέας ἦταν ἀήττητος ὅσο πατοῦσε τὸν τόπο γέννησης του, τὸ "Φλεγραῖο πεδίο (Ἀττικῆς)". Ἔτσι πρὶν "ξανασηκωθεῖ" τὸν φορτώθηκα στὴν πλάτη καὶ τὸν μετέφερα ἔξω ἀπὸ τὸ "Φλεγραῖο πεδίο", ὅπου τὸν τόξευσα ξανὰ γιὰ νὰ μὴν "ξανασηκωθεῖ" ποτὲ πιά. Ἦταν πολὺ βαρὺς καὶ ἐξαντλητικὴ ἡ μεταφορά του.

Διόνυσος:Ναι σὲ εἶδα μετὰ τὴν μεταφορὰ καὶ πρόσεξα ποὺ ἤσουν ἐξουθενωμένος.

Ἡρακλῆς: Πράγματι, ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ κούραση δὲν μποροῦσα νὰ πάρω οὔτε τὰ πόδια μου. Εὐτυχῶς ὁ Ζεύς, ὡς πατέρας μου, μὲ ἀνέβασε στὸ ἅρμα του, ὅπου ἀναπαύτηκα μέχρι νὰ ἐπανέλθουν οἱ δυνάμεις μου. Μερικὲς μέρες μετά, ξεκούραστος κατέβηκα ἀπὸ τὸ ἅρμα, ὁπότε ἕνας Γίγαντας, ὁ Πορφυρίων, ὅπως τὸν ἔλεγαν, μοῦ εἶχε στήσει καρτέρι, γιὰ νὰ μὲ ἐκδικηθεῖ γιὰ τὸ κακὸ ποὺ εἶχα κάνει στὸν ἀδελφό του, τὸν Ἀλκυονέα.

Διόνυσος:Ευτυχώς ποὺ ἤσουν ξεκούραστος;

Ἡρακλῆς: Δὲν λὲς τίποτα. Παραλίγο νὰ μὲ καταπλακώσει μὲ ἕνα βουνὸ καὶ σώθηκα ἐπειδὴ εἶχα τὸ κουράγιο καὶ ἐγκαίρως μετατοπίστηκα γρήγορα καὶ ἀστόχησε. Ἤμουν τυχερὸς ποὺ ἀμέσως μετὰ παρενέβη, ὁ Ἔρως, γιὸς τῆς Ἀφροδίτης, ποὺ τοῦ ἐνέπνευσε ἐρωτικὸ πάθος γιὰ τὴν θεὰ ἮΙρα.

Διόνυσος: Σοβαρὰ καὶ πὼς τὸν νίκησες, Δὲν καταλαβαίνω.

Ἡρακλῆς: Νὰ ὁ Πορφυρίων ἄρχισε νὰ κυνηγᾶ τὴν γοργοπόδαρη θεὰ ἮΙρα. καὶ ἔτσι εἶχα χρόνο νὰ τὸν τοξεύσω καὶ νὰ τὸν ρίξω στὸ ἔδαφος ὅπως τὸν ἀδελφό του.

Διόνυσος: Παρακολουθοῦσα τὶς κινήσεις σοῦ ὅταν ξαφνικὰ εἶδα ὅτι σὲ εἶχαν περικυκλώσει ἀπειλητικά, πάνω ἀπὸ δεκαπέντε Γίγαντες. Δὲν πῆρα χαμπάρι πὼς ἐξαφανίστηκες ξαφνικά. Τί ἔγινε;

Ἡρακλῆς: Δὲν μὲ εἶδες γιατί ἡ θεὰ Ἀφροδίτη, μὲ θαυμαστὸ τρόπο μὲ μετέφερε ἀστραπιαῖα καὶ μὲ ἔκρυψε σὲ μιὰ σπηλιὰ μὲ στενὴ εἴσοδο.

Διόνυσος: Ἐγὼ εἶδα τὴν Ἀφροδίτη νὰ γυμνώνεται καὶ νὰ τὴν κυνηγοῦν Γίγαντες.

Ἡρακλῆς: Ἀλήθεια λές, γιατί σὰν ἤμουν στὴν σπηλιά, ἔβλεπα τὴν Ἀφροδίτη γυμνὴ νὰ μπαίνει ἀπὸ τὴν στενὴ εἴσοδο στὴν σπηλιὰ καὶ ξοπίσω τῆς ἕνα Γίγαντα.

Διόνυσος:Μα πὼς μπῆκε ὁ Γίγαντας ἀπὸ τόσο στενὴ εἴσοδο ὅπως πρόσεξα.

Ἡρακλῆς: Μόλις χωροῦσε νὰ μπεῖ ὁ Γίγαντας ἀπὸ στὴν στενὴ εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς.

Διόνυσος:Και πὼς τοὺς ἔβγαζες ἐκτὸς μάχης.

Ἡρακλῆς: Ἦταν, πανεύκολο νὰ τοξεύσω τὸν στριμωγμένο Γίγαντα στὴν εἴσοδο γιὰ νὰ τὸν ρίξω σὲ βάραθρο ἀκριβῶς δίπλα μετὰ τὴν εἴσοδο στὴν Σπηλιά. Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Ἀφροδίτη ἔβγαινε ξανὰ ἔξω γυμνὴ καὶ ἐπανερχόταν στὴν Σπηλιὰ μὲ ἄλλον Γίγαντά ξοπίσω τῆς ποὺ ἐπίσης τόξευσα καὶ ἔριχνα καὶ αὐτὸν στὸ βάραθρο. Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε μέχρι ποὺ ἔριξα στὸ βάραθρο καὶ τοὺς δεκαπέντε Γίγαντες...

Διόνυσος:Ευτυχώς ποὺ δὲν μπῆκα στὴν Σπηλιὰ γιατί τὸ θεϊκό της σῶμα καὶ ἄρωμα, μοῦ προκαλοῦσε ἐρωτικὸ πάθος καὶ κατὰ λάθος μπορεῖ νὰ τόξευες καὶ μένα.

Ἡρακλῆς: Διόνυσε πρέπει νὰ ἐλέγχεις τὰ πάθη σου ἂν θέλεις νὰ ἐπιβιώσεις.

Διόνυσος: Δίκιο ἔχει Ἡρακλῆ. Εὐτυχῶς ποὺ ἀντίθετα ἀπὸ τὴν θεὰ Ἀφροδίτη, ποὺ πολεμοῦσε μὲ τὰ κάλλη της, ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ, πάλευε μὲ τὴν σωματική της ρώμη καὶ μὲ ὅπλα δόρυ καὶ ἀκόντιο. Ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ νίκησε τὸν Γίγαντα Πάλλαντα, μὲ τὸ δέρμα τοῦ ὁποίου κατασκεύασε τὴν Αἰγίδα, ποὺ φορῶντας τὴν γινόταν ἀτρόμητη.

Ἡρακλῆς:, Ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ σῶμα μὲ σῶμα νίκησε καὶ τὸν Γίγαντα Ἐγκέλαδο ποὺ τὸν καταπλάκωσε μὲ τὴν Σικελία, μὲ τὸ αἷμα του, νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν Αἴτνα.

Διόνυσος: Ἡρακλῆ, στόχευες μὲ τὰ βέλη σου τοὺς Γίγαντες, ὅταν ἐγὼ πολεμοῦσα χωρὶς βέλη. Στὴν Θεσσαλία ἀπέκτησα συνοδοὺς Σάτυρους καὶ Σειληνούς.

Ἡρακλῆς: Διόνυσε εἶχα δεῖ αὐτὸν τὸν ἀλλοπρόσαλλο συρφετὸ συνοδῶν σου.

Διόνυσος: Ὅταν ἐμφανίστηκαν Γίγαντες μὲ κακὲς διαθέσεις ἐναντίον μας, ὁ συρφετὸς αὐτῶν, τῶν Σατύρων καὶ Σπληνῶν, ὅπως λές, ἀνεβασμένοι ἐπάνω σὲ γάϊδαρους κραύγαζε καὶ προκαλοῦσε τους γάϊδαρους νὰ γκαρίζουν δυνατά.

Ἡρακλῆς: Θὰ εἶχαν μεγάλη πλάκα τὰ γκαρίσματα τῶν γαϊδάρων.

Διόνυσος: Μὲ τὰ γκαρίσματα κατατρόμαζαν οἱ Γίγαντες ποὺ τρέπονταν σὲ ἄτακτη φυγὴ καὶ ἀναγκάζονταν νὰ περνοῦν ἀπὸ μιὰ στενωπό, ὅπου τοὺς ἄγγιζα μὲ τὸν θύρσο μου, βγάζοντας τοὺς ἔτσι ἁπλᾶ καὶ εὔκολα ἐκτὸς μάχης.

Ἡρακλῆς: Διόνυσε, μὰ αὐτὸ εἶναι ἐντελῶς παράξενο. Τί εἶναι καὶ Πόθεν προέκυψε ὁ θύρσος ποὺ ἔτσι ἁπλᾶ μὲ αὐτὸν ἔβγαζες τοὺς Γίγαντες ἐκτὸς μάχης;

Διόνυσος: Τὸν θύρσο τὸν εἶχα κρεμασμένο στὸν λαιμό μου, ὅταν ξύπνησα ἀπὸ τὸ Λήθαργο στὰ Ἀστερούσια, χωρὶς φυσικὰ νὰ γνωρίζω πὼς βρέθηκε στὸ λαιμό μου. Ὁ θύρσος, Ἡρακλῆ, φαινομενικὰ εἶναι κισσὸς ποὺ ἔχει τυλιχτεῖ πάνω σὲ ἕνα ραβδί. Τὸ ἄγγιγμα τῶν Γιγάντων μὲ τὸν θύρσο τοὺς προκαλοῦσε παραισθήσεις, ποὺ ἔβλεπαν ἀντὶ γιὰ τὰ μαλλιά μου, φίδια δηλητηριώδη ποὺ τοὺς δάγκωναν.

Ἡρακλῆς: Βλέπανε φίδια τὰ μαλλιά σου;

Διόνυσος: Ναὶ καὶ οἱ Γίγαντες πανικοβάλλονταν καὶ ἔπεφταν καταγῆς σφαδάζοντας ἐνῷ ἐγὼ καὶ οἱ συνοδοί μου σκάζαμε σὲ τρανταχτὰ γέλια.

Ἡρακλῆς: Εἰλικρινὰ Διόνυσε καταπλήσσομαι πὼς μὲ αὐτὸ τὸν ἀνορθόδοξο τρόπο, ὅπως λές, τὸν θύρσο μὲ κισσὸ τυλιγμένο μποροῦσες νὰ νικᾶς τοὺς Γίγαντες.

Διόνυσος: Νικοῦσα τοὺς Γίγαντες καὶ μάλιστα χωρὶς κἂν νὰ παλέψω μαζί τους.

Ἡρακλῆς: Ἀντίθετα, ἀπὸ ἐμένα οἱ Γίγαντες ἔπρεπε νὰ λαβωθοῦν καὶ οἱ λαβωμένοι

Γίγαντες ἐξαγριώνονταν καὶ ἡ ἀντιμετώπισή τους γινόταν ἐφιαλτική.

Διόνυσος: Δηλαδὴ ἦταν δύσκολη ἡ ἀντιμετώπιση τῶν ἐξαγριωμένων Γιγάντων.

Ἡρακλῆς:Ναι, γιὰ τὸν Ἐφιάλτη, χρειάστηκα καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Ἀπόλλωνα.

Διόνυσος: Ἐσὺ καὶ ἕνας θεὸς γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσετε ἕνα ἐξαγριωμένο Γίγαντα;

Ἡρακλῆς: Ναὶ χρειαστήκαμε καὶ οἱ δυὸ γιὰ νὰ βγεῖ ὁ Ἐφιάλτης ἐκτὸς μάχης, ἀφοῦ τὸν τυφλώσαμε ταυτόχρονα, ἐγὼ ὡς θνητὸς ἥρωας τοξεύοντας στὸ δεξί του μάτι καὶ ὁ Ἀπόλλωνας ὡς ἀθάνατος θεὸς τυφλώνοντας τὸν στὸ ἀριστερό του μάτι. Ἐν τούτοις ἔκτοτε ὁ Ἐφιάλτης μὲ βασανίζει γιατί ἔρχεται συχνὰ στὰ ὄνειρά μου.

Διόνυσος: Ποὺ νὰ ἔβλεπες ὅμως τὸν Γίγαντα Ἱππόλυτο, ποὺ ἔπεφταν τεράστιοι βράχοι καταπάνω του καὶ ἔτρωγε τὸ ξύλο της ἀρκούδας μὲ ἀνελέητα κτυπήματα σ' ὅλο του τὸ κορμί, χωρὶς νὰ βλέπει πὼς καὶ ποιός τὸν χτυπᾶ.

Ἡρακλῆς: Ἔ, αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὰ ἀγίνωτα. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἀλήθεια;

Διόνυσος: Εἶναι ἀληθές. Τὸν χτύπαγε ὁ φτερωτὸς θεὸς Ἐρμήςπου φόραγε τὴν "κυνέα" περικεφαλαία, ποὺ τὸν ἔκανε ἀόρατο, ποὺ εἶχε δανεισθεῖ ἀπὸ τὸν θεὸ Ἅδη.

Ἡρακλῆς: Ε μὲ αὐτὸ Διόνυσε, ξεπέρασες τὰ ὅρια τοῦ παραλόγου. Πρέπει νὰ εἴμαστε εὐτυχεῖς μὲ τοὺς Γίγαντες ποὺ εἶναι μεγάλοι καὶ εὐδιάκριτοι καὶ ὄχι μὲ ἀόρατους στὰ μάτια μας, ἐνδεχομένως πολὺ μικροὺς ἐν δυνάμει "Γίγαντες".

Διόνυσος: Εἶπες Ἡρακλῆ ὅτι ξέφυγα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ παραλόγου. Γιατί ξέρεις τί εἶναι ποιό πέρα ἀπὸ τὸ παράλογο.

Ἡρακλῆς: Δὲν ξέρω ἀκριβῶς τί εἶναι πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ παράλογο. Ἴσως νὰ εἶναι μιὰ ἄλλη σφαῖρα πέραν τῆς λογικῆς καὶ τοῦ παραλόγου.

Διόνυσος: Ἀλήθεια Ἡρακλῆ σὲ εἶδα ποὺ χαριεντιζόσουν μὲ τὴν Ἴριδα.

Ἡρακλῆς: Ἐσένα τὸ μυαλό σου Διόνυσε εἶναι πονηρὸ καὶ κολλημένο στὶς θεές.

Διόνυσος: Ἀλήθεια, Ποὺ πήγαινες πονηρέ, μόνος μὲ τὴν πανέμορφη θεά;

Ἡρακλῆς: Τὴν Ἴριδα δὲν τὴν πήγαινα, ὅπως πονηρὰ σκέφτηκες, ἀλλὰ μὲ πήγαινε στὴν Λιβύη. Στὴν Λιβύη, ἐπρόκειτο νὰ ἀντιμετωπίσω ἕναν τρομερὸ Γίγαντα, τὸν Ἀνταῖο, ποὺ εἶχε διαφύγει ἐκεῖ. Γιὰ νὰ τὸν βγάλω ἐκτὸς μάχης, πνίγοντας τον, χρειάστηκε νὰ τὸν σηκώνω ψηλά, γιὰ νὰ μὴν ἀντλεῖ δύναμη ἀπὸ τὴν μάνα του, τὴν Γαῖα. Ἡ Ἴριδα μετὰ μὲ ἐπέστρεψε μὲ τὸ οὐράνιο τόξο της, ἐδῶ στὸν Ὄλυμπο.

Διόνυσος: ὅσο ἔλειπες Ἡρακλῆ στὴν Λιβύη, χρειάστηκε νὰ δώσω μιὰ πολὺ δύσκολη μάχη, ἐναντίον τοῦ παντοδύναμου Γίγαντα Εὔρυτου. Γιὰ τὴν μάχη αὐτὴ ζήτησα νὰ μὲ μεταμορφώσει ὁ Ζεύς, σὲ λιοντάρι. Ὡς λιοντάρι τον "κατασπάραξα".

Ἡρακλῆς: Τὸν κατασπάραξες, ἕνας ἀκόμα νέος τρόπος ἀντιμετώπισης.

Διόνυσος: Ὁ Γίγαντας Πέλωρος, γιὰ νὰ μὲ ἐκδικηθεῖ γιὰ τὸν ἀδελφό του, ποὺ κατασπάραξα ἐκτόξευσε τὸ Πήλιο πρὸς ἐμένα καὶ τοὺς συνοδούς μου.

Ἡρακλῆς: τί συνέβη καὶ ἀποτράπηκε ἡ καταπλάκωση σας ἀπὸ τὸ Πήλιο;

Διόνυσος: Εὐτυχῶς ἀποσοβήθηκε καταπλάκωση μᾶς μὲ παρέμβαση τοῦ Ἄρη.

Ἡρακλῆς: Σὲ αὐτὴ τὴν Γιγαντομαχία συνέβησαν πολλὰ καὶ τρομερὰ στὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἴτε ἐγώ, εἴτε ἐσύ, συμμετείχαμε χωρὶς ὅμως νὰ μποροῦμε νὰ δοῦμε καὶ αὐτὰ στὰ ὁποῖα δὲν συμμετείχαμε.

Διόνυσος: Ὅπως ἄκουσα ἀπὸ θέαινες, Γίγαντες ποὺ ἀντιμετωπίστηκαν χωρὶς τὴν συμμετοχή μας ἦταν ἀρκετοὶ ὅπως ὁ Γίγας Εὐρυμέδων, ποὺ ἤθελε νὰ γίνει κυρίαρχος Κόσμου, μετὰ τρομερὴ μάχη, τὸν "ἔκαψε" ὁ Ζεὺς μὲ κεραυνό του.

Ἡρακλῆς: Παρομοίως ἄκουσα ὅτι ὁ φοβερὸς Γίγας Πέλωρος, "λαβώθηκε" ἀπὸ τὸν Ποσειδῶνα μὲ τὴν Τρίαινα τοῦ στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ Σπερχειοῦ.

Διόνυσος: Ποὺ νὰ δεῖς τὸν Ποσειδῶνα ποὺ καταπλάκωσε τὸν Πολυβότη;

Ἡρακλῆς: Μὲ τί καταπλάκωσε τὸν Γίγαντα;

Διόνυσος: Μὲ κομμάτι τῆς νήσου Κῶ, ποὺ φανέρωσε τὴ νῆσο, Νίσυρο.

Ἡρακλῆς: Ἄκουσα ἐπίσης ὅτι ὁ Ζεὺς εἶχε ρίξει τον Μίμα στὸ ἔδαφος καὶ τὸν εἶχε "καταπλακώσει" μὲ ἕνα ὅρος στὶς Ἐρυθρές, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Χίο.

Διόνυσος: Ναὶ ἐγὼ εἶδα τον "καταπλακωμένο" Γίγαντα Μίμα, ποὺ ὁ θεὸς Ἥφαιστος καὶ ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ, ἀντιμετώπιζαν μὲ πυρακτωμένα βλήματα σιδήρου. Προσωπικά μου ἄρεσε νὰ βλέπω τε Θέαινες ποὺ μὲ πολὺ χάρη ἔβγαζαν ἐκτὸς μάχης Γίγαντες. Ὁ Γίγαντας Κλυτίας, τυλίχθηκε στὶς φλόγες τῶν ἀναμμένων δαυλῶν τῆς Ἐκάτης. Ὁ Γίγαντας Γρατίων βλήθηκε μὲ θεϊκὰ βέλη, τῆς Ἀρτέμιδος. Τέλος τοὺς Γίγαντες Ἄγριο καὶ Θῶον, τοὺς χτύπαγαν ρυθμικὰ καὶ μὲ χάρη μὲ τὰ χάλκινα ρόπαλα τους, οἱ τρεῖς Μοῖρες.

Ἡρακλῆς:Έμενε ἕνας Γίγαντας, ὁ Δαμάσης, ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ νικήσει.

Διόνυσος: Πράγματι, ὁ Δαμάσης βλέποντας "ἐκτὸς μάχης" ὅλους τοὺς γενναίους ἀδελφούς του Γίγαντες, εἶχε ὀργιστεῖ, σὲ βαθμὸ ποὺ ἅρπαξε ὁλόκληρη τὴν ὀροσειρά της Ροδόπης καὶ τὴν πέταξε στὸν Ὄλυμπο, καταπάνω στοὺς θεούς. Οἱ θεοὶ σώθηκαν τυχαῖα, γιατί ὁ Ἥλιος ὅλως συμπτωματικὰ βρέθηκε στὴν διαδρομὴ καὶ ἄλλαξε τὴν πορεία τῆς Ὀροσειρᾶς ποὺ προσγειώθηκε στὴν Θράκη.

Ἡρακλῆς: Ὁ Δαμάσης, τελικὰ ἀντιμετωπίστηκε ἀπὸ πολλοὺς θεοὺς μαζὶ ὅπως οἱ Ζεύς, Ἄρης, Ἑρμῆς, Ἀπόλλωνας καὶ Ἥφαιστος μαζὶ μὲ μᾶς τοὺς Ἥρωες γιὰ νὰ βγεῖ μετὰ πολύωρη πάλη ἐκτὸς μάχης.

Διόνυσος: Μετά τον Δαμάση ἡ Γιγαντομαχία, εἶχε τερματιστεῖ.

Ἡρακλῆς: Ὄχι Διόνυσε, τυπικὰ δὲν εἶχε τερματιστεῖ, γιατί μερικοὶ δειλοὶ Γίγαντες, κρύβονταν. Μόλις προχθὲς τοὺς ἐντόπισε, ὁ Ζεὺς καὶ οἱ Γίγαντες σὲ πανικὸ ἔτρεξαν νὰ βροῦν νέο κρυψώνα. Τότε ὁ Ζεὺς τοὺς κτύπησε μὲ κεραυνοὺς ποὺ τοὺς ἐπέτειναν τὸν φόβο καὶ τὸν πανικὸ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τραποῦν σὲ ἄτακτο φυγὴ καὶ νὰ ἐγκλωβιστοῦν σὲ ἐρημικὴ κοιλάδα, ὅπου τοὺς στόχευα ἕναν-ἕναν μὲ τὰ βέλη μου καὶ τοὺς ἔστελνα στὸν Κάτω Κόσμο.

Διάλογοι Μυθιστοριῶν

   Email ἐπικοινωνίας : sandroid153 at gmail.com

Πρέπει νὰ συγχαρῶ τους Δημιουργοὺς του Ἱστοτόπου webnode, γιὰ τὸν θαυμαστὸ Διαδικτυακὸ ἱστότοπο.

Ἐν Δεικταὶῳ Ὑηττοῦ, Ιδαίας Νήσου Τηθύος τῇ 22ῃ Σεπτεμβρίου 2025.  

Μητρόπουλος Θ Στυλιανός, (Metropoulos Th. Stylianos-Metr).

Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε